- ταλαπενθής
- ταλα-πενθής, ές (πένθος): bearing sorrow, patient in suffering, Od. 5.222†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ταλαπενθής — bearing great griefs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθής — ές, Α 1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός 2. κοπιώδης, κοπιαστικός 3. θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
ταλαπενθέα — ταλαπενθής bearing great griefs neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθέας — ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαπενθέος — ταλαπενθής bearing great griefs masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek